Τίλια Τεπέ
Εργαλεία
Γενικά
Εκτύπωση/εξαγωγή
Σε άλλα εγχειρήματα
65°47′13″E / 36.70000°N 65.78694°E / 36.70000; 65.78694
Τίλια Τεπέ | |
---|---|
Είδος | αρχαιολογική θέση |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 36°42′0″N 65°47′13″E |
Διοικητική υπαγωγή | Τζοουζτζάν |
Χώρα | Αφγανιστάν |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Το Τίλια Τεπέ ή Τιλιά Τεπέ (αγγλικά: Tilia Tepe Tomb, περσικά: طلا تپه, κυριολεκτικά Χρυσός Τύμβος ή Χρυσός Λόφος), ή Νεκρόπολη της Τίλια Τεπέ είναι αρχαιολογικός χώρος, μέρος της αρχαίας Βακτριανής που σήμερα βρίσκεται στην Τζοουζτζάν, στο βόρειο Αφγανιστάν, ανάμεσα στις πόλεις Άκτσα (Aqcha) και Σεμπεργκάν (Sheberghan)- και κοντά στα σύνορα με την πρώην Σοβιετική Ένωση, (σήμερα η ευρύτερη περιοχή αυτή συνορεύει με τις χώρες Τουρκμενιστάν, Ουζμπεκιστάν και Τατζικιστάν).[1] Εξερευνήθηκε το 1979 από σοβιετική αποστολή αρχαιολόγων στο Αφγανιστάν, στην οποία επικεφαλής ήταν ο Ρώσος, ελληνικής καταγωγής, Βίκτωρ Σαριγιαννίδης, ένα χρόνο πριν από τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν.
Η βαριά οχυρωμένη πόλη της Γιεμσί Τεπέ (Yemshi-Tepe), μόλις πέντε χιλιόμετρα βορειοανατολικά της σύγχρονης Σεμπεργκάν στο δρόμο προς Άκτσα, απέχει μόνο μισό χιλιόμετρο από τη Νεκρόπολη της Τίλια-Τεπέ.
Ο αρχαιολογικός θησαυρός που ανακαλύφθηκε στο Τίλια Τεπέ είναι συλλογή που περιλαμβάνει περίπου 20.000 χρυσά κτερίσματα και στολίδια που βρέθηκαν σε έξι τάφους (πέντε γυναικών και ενός άνδρα), με εξαιρετικά πλούσια κοσμήματα, που χρονολογείται ανάμεσα στον 1ο αιώνα π.Χ. και στον 1ο αιώνα μ.Χ.. Σύμφωνα με Έλληνες αρχαιολόγους, όπως ο Μανόλης Ανδρόνικος, πρόκειται για βασιλικούς τάφους της Βακτριανής[εκκρεμεί παραπομπή]. Συνολικά από τις ανασκαφές ανακτήθηκαν αρκετές χιλιάδες κομμάτια από κοσμήματα, κυρίως κατασκευασμένα από υλικά, όπως χρυσός, τιρκουάζ και/ή λάπις λάζουλι. Στα ευρήματα περιλαμβάνονται επίσης νομίσματα, περιδέραια με πολύτιμους λίθους, ζώνες, μετάλλια και στέμματα-κορώνες.
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. (Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 12/04/2022) |
Η περιοχή του Τίλια Τεπέ θεωρείται ότι ανήκε στους Σάκες (αρχαία ελληνικά: Σάκαι, Σακάς, λατινικά: Sacae αγγλικά Saka, παλαιά περσικά: Sakā, σανσκριτικά: शाक Śāka, παλαιά κινέζικα: Sək), οι οποίοι ήταν Σκύθες της Ασίας, και που πιθανόν αργότερα μετανάστευσαν προς την Ινδία, όπου έγιναν γνωστότεροι ως Ινδο-Σκύθες, Ορισμένοι προτείνουν την φυλή των Γιουέζι (Yuezhi, και εν συνεχεία φυλή των Κουσάν) ή ότι ήταν μέρος των ανατολικών Πάρθων.
Αρκετά νομίσματα που αναβρέθηκαν στις ανασκαφές χρονολογούνται μέχρι και τις αρχές του 1ου αιώνα μ.Χ., (δεν υπάρχει μεταγενέστερο εύρημα), γεγονός που υποδηλώνει ως πιθανό χρόνο της ταφής τον 1ο αιώνα μ.Χ.. Η ταφή θα μπορούσε να αντιστοιχεί σε Σκύθες ή Πάρθους ή άλλες φυλές της ευρύτερης περιοχής της Παρθίας ή μπορεί να αντιστοιχεί στην εξαφανισμένη τοπική φυλή και εν συνεχεία και βασιλική δυναστεία των Γιουέζι, συγγενική ή ταυτιζόμενη με τη φυλή, που ήταν γνωστή ως Τόχαροι.
Η περίοδος αυτή αντιστοιχεί επίσης στην εποχή μετά τις κατακτήσεις όλων των άλλων ηγεμόνων που ήταν επικεφαλής, δηλαδή «ξίχου» (xihou) ή «πρίγκιπες» στη Δαξία ή Ντα Ξια (αρχαία ελληνικά: Βακτρία ή Βακτριανή, η ελληνιστική απόδοση της παλαιάς περσικής: Bāxtriš), που ήταν το όνομα που είχε δοθεί στην περιοχή Βακτρία από την κινεζική Δυναστεία Χαν. Ηγεμόνας της περιοχής ήταν ο Κουζουλού Καδφιζού (γλώσσα Κουσάν: Κοζουλου Καδφιζου, επίσης: Κοζολα Καδαφες, γλώσσα Πάλι: Kujula Kasasa, αρχαία κινεζικά:丘就卻, Qiujiuque), που βασίλεψε μεταξύ του 30 – 80 μ.Χ. και ήταν πρίγκιπας της φυλής και δυναστείας των Κουσάν,. Αυτός ένωσε την φυλή των Γιουέζι κατά τη διάρκεια του 1ου αιώνα μ.Χ. και έγινε πρώτος αυτοκράτορας του Κουσάν.
Ο Κουζουλού Καδφιζού διαδέχθηκε στην μεν μία περιοχή, αυτή της φυλής των Κουσάν, έναν από τους πέντε ηγέτες τους, που ήταν ο Ηραίος, στην άλλη περιοχή που ήταν το Ινδοπαρθικό Βασίλειο συνέχισε την εξουσία που πριν κατείχε ο Γονδόφαρις Α’ ή Γονδόφαρης. Πρωτεύουσά του ήταν η Αλεξάνδρεια στον Καύκασο ή Αλεξάνδρεια η εν Παροπαμισάδες. Η Αλεξάνδρεια αυτή βέβαια είχε γίνει προγενέστερα πρωτεύουσα του Ελληνοϊνδικού Βασιλείου των Ευκρατιδών, όταν αυτοί εκδιώχθηκαν από τη Βακτριανή από τους Γιουέζι το 140 π.Χ.. Αρκετά αργότερα, με την έναρξη της ισλαμικής περιόδου στο Αφγανιστάν, ή κατά τον Μεσαίωνα, σταδιακά μετονομάσθηκε σε Καπίσα - Μπαγκράμ.
Πολλά από τα εκθέματα είναι σε μεγάλο βαθμό συγγενή με άλλα πρωτότυπα σκυθικής προέλευσης, όπως το βασιλικό στέμμα ή διάφορα διακοσμημένα μαχαίρια που ανακαλύφθηκαν στους τάφους. Αρκετές από τις σορούς βρέθηκαν με τελετουργικά διαμορφωμένη παραμόρφωση στο κρανίο. Η παραμόρφωση αυτή ήταν συνήθης, και καλά τεκμηριωμένη πλέον σήμερα, πρακτική την οποία ακολουθούσαν οι νομάδες της Κεντρικής Ασίας της περιόδου εκείνης.
Η ανεύρεση ελληνιστικών κοσμημάτων που είχαν μορφή τριτώνων με δελφίνια υποδεικνύει ότι τα ευρήματα έχουν πολλά κοινά στοιχεία με τα περίφημα χρυσά αντικείμενα των Σκυθών που έχουν ανακαλυφθεί χιλιάδες χιλιόμετρα δυτικότερα από την περιοχή του Τίλια Τεπέ, κοντά στον Εύξεινο Πόντο, εκεί που βρισκόταν η αρχαία Χερσόνησος.
Ο θησαυρός, τόσο της περιοχής του Τίλια Τεπέ, αλλά και από τρεις ακόμα άλλες σηµαντικές διαφορετικές αρχαιολογικές θέσεις του Αφγανιστάν, που είχε τοποθετηθεί στην Καμπούλ, στο Εθνικό Μουσείο Αφγανιστάν, θεωρήθηκε ότι είχε απολεσθεί ή καταστραφεί κατά τη λεηλασία του μουσείου από τους Ταλιμπάν το 2000. Έτσι, η τύχη του θησαυρού του Τιλιά Τεπέ για πολλά χρόνια παρέμενε άγνωστη, σύμφωνα και με την αγωνιώδη μαρτυρία του πρώτου αρχαιολόγου Βίκτορα Σαριγιαννίδη, που τον έφερε στην επιφάνεια.[4]
Τελικά έγινε γνωστό ότι οι πολύτιμοι θησαυροί είχαν διασωθεί[5] χάρη στην εχεμύθεια των συνεργατών του Εθνικού Μουσείου της Καμπούλ. Μόλις το 2004 η κυβέρνηση της Καμπούλ παραδέχθηκε ότι οι πολύτιμοι θησαυροί δεν είχαν χαθεί[6] και με διεθνή υποστήριξη στάθηκε δυνατόν από το 2006 να παρουσιαστούν με τη μορφή έκθεσης, σε διάφορες πόλεις του κόσμου.
Ο θησαυρός περιόδευσε μεταξύ των ετών 2007-2009 στο Musée Guimet (αγγλικά: Guimet Museum) στο Παρίσι, στην Εθνική Πινακοθήκη, στην Ουάσιγκτον, το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης του Σαν Φρανσίσκο, το Μουσείο Καλών Τεχνών του Χιούστον, στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης στην Νέα Υόρκη και αλλού.[7]
Κάποια από τα πιο εντυπωσιακά ευρήματα ήταν μέρος της περιοδεύουσας έκθεσης με τίτλο «Αφγανιστάν: Κρυμμένοι θησαυροί από το Εθνικό Μουσείο της Καμπούλ» ή «Αφγανιστάν: Σταυροδρόμια του αρχαίου κόσμου», η οποία ήταν από τις πρώτες διεθνείς εμφανίσεις του θησαυρού το 2006 στο «Μουσείο της Γαλλίας Guimet» στο Παρίσι. Η έκθεση υποστηρίχθηκε από τη National Geographic και συνέχισε επίσης στην «Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσιγκτον» από τις 25 Μαΐου 2008 - 7 Σεπτεμβρίου 2008. Στη συνέχεια από 24 Οκτωβρίου 2008 ως την 25η Ιανουαρίου του 2009 η συλλογή ήταν στο «Μουσείο Ασιατικής Τέχνης» του Σαν Φρανσίσκο και από τις 22 Φεβρουαρίου ως τις 17 Μαΐου 2009 ταξίδεψε στο «The Museum of Fine Arts» στο Χιούστον και στη συνέχεια στο «Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης» από τις 23 Ιουνίου 2009 ως τις 20 Σεπτεμβρίου 2009. Εκτέθηκε επίσης στο «Canadian Museum of Civilization» στην Οττάβα, όπου πραγματοποιήθηκε έκθεση από τις 23 Οκτωβρίου 2009, στις 28 Μαρτίου, 2010, επίσης στο «Μουσείο της Βόννης» στη Γερμανία, από 11 Ιουνίου 2010 μέχρι 2 Ιανουαρίου 2011 και επίσης στο Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο, από τις 3 Μαρτίου 2011 έως 3 Ιουλίου 2011.
|
|