Η βακτηριακή κόλπωση , γνωστή επίσης ως κολπίτιδα από Gardnerella,[1] είναι μια πάθηση του κόλπου που οφείλεται στα αυξημένα βακτήρια.[2] Στα κοινά συμπτώματα περιλαμβάνεται η αυξημένη κολπική έκκριση που συχνά έχει οσμή ιχθύος. Το έκκριμα έχει συνήθως λευκό ή γκρίζο χρώμα. Ενδέχεται να παρουσιαστεί κάψιμο κατά την ούρηση.[3] Ο κνησμός είναι σπάνιος.[2][3] Σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι δυνατόν να μην εμφανιστούν συμπτώματα.[3] Σε περίπτωση βακτηριακής κόλπωσης, αυξάνεται ο κίνδυνος προσβολής από διάφορα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, συμπεριλαμβανομένου του HIV/AIDS.[4] Στην περίπτωση των εγκύων γυναικών, μπορεί επίσης να αυξηθεί ο κίνδυνος πρόωρου τοκετού.[5]
Η βακτηριακή κόλπωση οφείλεται στη διατάραξη της φυσιολογικής ισορροπίας των βακτηρίων του κόλπου.[6] Παρατηρείται μεταβολή στους πιο κοινούς τύπους βακτηρίων και εκατοπλάσια έως και χιλιαπλάσια αύξηση της συγκέντρωσης των βακτηρίων.[2] Στους παράγοντες κινδύνου περιλαµβάνονται οι κολπικές πλύσεις, οι νέοι ή πολλαπλοί ερωτικοί σύντροφοι, τα αντιβιοτικά και, μεταξύ άλλων, η χρήση ενδομητρικού σπειράματος.[6] Ωστόσο, στους παραπάνω αναφερόμενους παράγοντες κινδύνου δεν συγκαταλέγονται οι σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις.[7] Η διάγνωση που θεωρείται ύποπτη βασίζεται στα συμπτώματα και μπορεί να επαληθευτεί με την εξέταση του κολπικού εκκρίματος και την εύρεση κολπικού pH υψηλότερου από το φυσιολογικό και υψηλής συγκέντρωσης βακτηρίων.[2] Η βακτηριακή κόλπωση συχνά συγχέεται με τη μυκητιασική κολπίτιδα ή την τριχοµοναδική κολπίτιδα.[8]
Συνήθως η θεραπεία επιτυγχάνεται με τη λήψη αντιβιοτικών, όπως η κλινδαμυκίνη ή η μετρονιδαζόλη. Αυτά τα φάρμακα μπορούν επίσης να λαμβάνονται κατά το δεύτερο ή τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης. Εντούτοις, συχνά η πάθηση επανέρχεται μετά τη θεραπεία. Τα προβιοτικά μπορούν να συμβάλλουν στην πρόληψη της επανεμφάνσης.[2] Δεν είναι σαφές αν η χρήση προβιοτικών ή αντιβιοτικών επηρεάζει τα αποτελέσματα της εγκυμοσύνης.[2][9]
Η βακτηριακή κόλπωση είναι η πιο κοινή κολπική λοίμωξη που πλήττει τις γυναίκες που βρίσκονται στην αναπαραγωγική ηλικία.[6] Το ποσοστό των γυναικών που θίγονται σε μια δεδομένη στιγμή ποικίλλει από 5% έως 70%.[4] Η βακτηριακή κόλπωση είναι πιο συνηθισμένη σε ορισμένα μέρη της Αφρικής και λιγότερο στην Ασία και την Ευρώπη.[4] Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο επιπολασμός υπολογίζεται περίπου στο 30% των γυναικών ηλικίας 14-49 ετών.[10] Τα ποσοστά εμφάνισης της νόσου ποικίλλουν σημαντικά μεταξύ των εθνοτικών ομάδων εντός της χώρας.[4] Ενώ συμπτώματα παρόμοια με αυτά της βακτηριακής κόλπωσης έχουν περιγραφεί πολύ νωρίτερα, το πρώτο σαφώς τεκμηριωμένο περιστατικό έλαβε χώρα το 1894.[1]