Ο άβληρος (Ablerus) είναι γένος από πολύ μικρές σφήκες με μαυροκίτρινο[2] χρώμα, που αρχικώς ανήκε στην οικογένεια αφηλινίδες. Το γένος πρότεινε ο εντομολόγος Λήλαντ Όσιαν Χάουαρντ το 1894, ώστε να εντάξει το νέο είδος που είχε ονομάσει ο Γουίλιαμ Χάρις Άσμηντ Centrodora clisiocampae. Το γένος άζωτος (Azotus) έγινε συνώνυμο με το «άβληρος» από τον Αλεξάντρ Αρσέν Ζιρόου το 1913 και ο Hyatt κατέστησε συνώνυμο το μυοκνημέλλη (Myocnemella) με το άβληρος το 1994, αφήνοντας τον άβληρο ως το μοναδικό γένος της υποοικογένειας «αζωτίνες» (Azotinae). Τέλος, το 2013 οι αζωτίνες αναβαθμίσθηκαν σε οικογένεια, τις αζωτίδες, μια οικογένεια που περιλάμβάνει μόνο ένα γένος: τον άβληρο.[3]
Οι άβληροι είναι συνήθως υπερπαράσιτα και είναι ωφέλιμοι στη γεωργία, καθώς το θηλυκό σφηνώνει τα αβγά του μέσα στο σώμα επιβλαβών εντόμων[2] και η προνύμφη που εκκολάπτεται κατατρώγει τις σάρκες των εντόμων αυτών, εξοντώνοντάς τα. Τα επιβλαβή αυτά έντομα είναι λευκές μύγες, αφίδες[2] ή κόκκοι, αλλά υπάρχει και εναπόθεση των αβγών μέσα στα αβγά ποικιλίας άλλων εντόμων.